- ιδογενής
- ἰδογενής, -ές (Α)ο γεννημένος πάνω στο όρος Ίδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ίδη + -γενής (< γένος), πρβλ. ευ-γενής, ομο-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰδογενής — born on Ida masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek